- βρώσιμοι
- βρώσιμοςeatablemasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολοκάσια — (Colocasia). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των αροϊδών, που ευδοκιμεί σε ελώδη ή υγρά εδάφη των τροπικών περιοχών της Ασίας. Πρόκειται για κονδυλώδεις, φυλλοβόλες ή αειθαλείς, πολυετείς πόες, ύψους 80 90 εκ., με μεγάλα αντίθετα… … Dictionary of Greek
λίμουλος — (Limulus). Γένος χηληκεραιωτών αρθροπόδων της οικογένειας των λιμουλιδών, της τάξης των ξιφοσουριδών, της ομοταξίας των μεροστoμάτων. Πρόκειται για υδρόβιο ζώο, χωρίς κεραίες, που αναπνέει με βράγχια. Το μήκος του μπορεί να φτάσει τα 30 εκ., ενώ… … Dictionary of Greek
μπαμπού — Κοινή ονομασία πολυάριθμων ειδών της οικογένειας των αγρωστωδών, τα οποία κατάγονται από τις τροπικές – παρατροπικές χώρες, κυρίως από την ανατολική Ασία, και έχουν αξιόλογες διαστάσεις και αποξυλωμένους καλάμους (βλαστούς). Τα περισσότερο… … Dictionary of Greek